Ομιλία στη Βουλή Μιλτιάδη Παπαϊωάννου κατά τη συζήτηση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Τροποποίηση του ν. 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των Υπουργών».
Τετάρτη, 13 Απριλίου 2011
Κυρία Πρόεδρε, κύριοι συνάδελφοι, ανησυχητικό φαινόμενο του δημόσιου βίου της χώρας, πρωτίστως, είναι η ανομία που επικρατεί στη χώρα μας.
Σχεδόν κανένας δεν σέβεται τους νόμους. Είναι η ατιμωρησία. Είναι το κλίμα απαξίας που υπάρχει όχι μόνο για την πολιτική, για τους πολιτικούς, αλλά για όλους όσους φέρουν δημόσια αξιώματα. Η χώρα μας θεσμικά καταρρέει.
Επιτρέψτε μου, επειδή έχω πολλά χρόνια σ’ αυτή την Αίθουσα, να καταθέσω τη δική μου εκτίμηση. Αφετηρία αυτής της κατάστασης αποτελεί το 1989, αυτό το «βρώμικο 1989», όταν στήθηκε η σκευωρία κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και ανέδειξε όχι μόνο αδυναμίες του Συντάγματος, αλλά έφερε στην πολιτική ζωή του τόπου τη σκανδαλολογία ως κυρίαρχο στοιχείο του πολιτικού μας βίου. Όχι ότι δεν υπήρξαν σκάνδαλα. Υπήρξαν και υπάρχουν σε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες, αλλά μπερδέψαμε τα υπαρκτά σκάνδαλα, που εκεί θα έπρεπε να υπάρχει η τιμωρία, με τη σκανδαλολογία. Και οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα αποτέλεσαν και αποτελούν, δυστυχώς, ακόμα τη βάση πάνω στην οποία διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση. Έτσι οι ίδιοι πολιτικοί υποσκάψαμε την πολιτική λειτουργία. Κόβουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε.
Σε σχέση με το νόμο θα πω δύο μόνο φράσεις. Υπήρξαν διορθωτικές παρεμβάσεις. Αναφέρθηκαν χθες και από τον κ. Παυλόπουλο αναλυτικά. Έχουμε έναν καλό νόμο. Τον ψήφισαν όλες οι πτέρυγες της Βουλής. Θα μπορούσε να είναι καλύτερος. Υπάρχει μπροστά το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά εκείνο το οποίο σηματοδοτεί η σημερινή νομοθετική πρωτοβουλία προς την ελληνική κοινωνία είναι η απόφαση όλων των πολιτικών δυνάμεων να πάμε σε διορθωτικές παρεμβάσεις στο θεσμικό επίπεδο της χώρας -και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό- μέσα από συνεννόηση και διάλογο που γίνεται στα πλαίσια της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Και είναι και προς τιμήν του κυρίου Υπουργού ότι είχε και άλλες αρχικές σκέψεις, πέρα από αυτές που είναι σήμερα εδώ και τελικά συμφώνησε με ό,τι ομόφωνα αποφασίσαμε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Και είναι ένα καλό παράδειγμα, ότι ο οργανωμένος διάλογος που βάζει και προτάσσει τα θεσμικά ζητήματα λειτουργίας της δημοκρατίας, μπορεί να αποτελέσει πεδίο συνεννόησης και σύνθεσης, γιατί αυτό το έχει ανάγκη ο τόπος όσο τίποτα άλλο αυτή την περίοδο.
Εξακολουθεί σήμερα, με αφορμή ακριβώς υπαρκτά σκάνδαλα, η ακατάσχετη σκανδαλολογία και γίνεται μια επίθεση όχι κατά συγκεκριμένων προσώπων, αλλά συνολικά κατά του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας και αυτό είναι το επικίνδυνο. Υπάρχουν επιφανειακές προσεγγίσεις, υπάρχει άκρατος λαϊκισμός, ιδιαίτερα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, υπάρχουν αυτόκλητοι εισαγγελείς και υπάρχουν, δυστυχώς και δημόσιοι λειτουργοί, όπως είναι οι δημοσιογράφοι, που κάποιοι κάνουν καλά τη δουλειά τους, κάποιοι άλλοι είναι αργυρώνητοι, κάποιοι άλλοι λαϊκίζουν στο βωμό της τηλεθέασης, ίσως γιατί βαθιά πιστεύουν ότι δεν τους ταιριάζει το δημοκρατικό πολίτευμα.
Θεώρησα σκόπιμο να ανέβω στο Βήμα της Βουλής για να αναγνώσω από εδώ, από τα Πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, της 22ης Μαρτίου του 2011, την κατάθεση ενός εκ των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, του κ. Νικολούδη, που είναι πλέον επικεφαλής της Επιτροπής για το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος. Τι είπε ο κ. Νικολούδης; Είπε το εξής: «Εγώ ήρθα στην Επιτροπή να πω τη δική μου αλήθεια ενάντια στις απόψεις πολλών που κάποτε και ανερυθρίαστα πετούν λίθους για την πολιτική και τους πολιτικούς. Σας διαβεβαιώ τεκμηριωμένα ότι το τελικό συμπέρασμα που έβγαλα, ελέγχοντας έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών, είναι ότι οι πολιτικοί δεν είναι η περισσότερο διεφθαρμένη κοινωνική ομάδα σ’ αυτή τη χώρα. Για τους πολιτικούς γίνεται και αναστροφή του βάρους απόδειξης των πηγών των χρημάτων τους και στερούνται της βουλευτικής ιδιότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Η συγκριτική αξιολόγηση των ευρημάτων μου, ελέγχοντας τους πολιτικούς και άλλες κοινωνικές ομάδες, μου δίνουν τη δυνατότητα να το λέω και υπάρχουν άλλες κοινωνικές ομάδες που δεν δίνουν λόγο πουθενά και κανέναν έλεγχο δεν επιδέχονται, παρότι και σε εξωχώριες εταιρείες συμμετέχουν και το βάρος της απόδειξης δεν το οφείλουν».
Διάβασα αυτή τη δήλωση ενός Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου όχι για να βγάλω από πάνω αμαρτίες ή αδικήματα συγκεκριμένων, προφανώς, πολιτικών προσώπων, αλλά γιατί νομίζω, κύριοι συνάδελφοι, ότι πολλές ηγεσίες της χώρας έχουν βρει την εύκολη λύση: Βγάζουν απ’ έξω τις δικές τους ευθύνες και τα φορτώνουν όλα στο πολιτικό σύστημα. Αυτό για μένα είναι μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία και σε κάθε περίπτωση, επειδή πάνω σ’ αυτό το νόμο κάθε μέρα σχεδόν τα Μέσα Ενημέρωσης ασκούν αυτή την κριτική, θέλω και εγώ να σημειώσω με έμφαση αυτό που πολλοί συνάδελφοι είπαν και χθες, ότι το πρόβλημα δεν είναι ο νόμος, είναι το Σύνταγμα. Το θέμα είναι η εφαρμογή του νόμου και του Συντάγματος.
Θέλω κι εγώ να καταθέσω εδώ αυτά που έχετε πει κι εσείς, κύριοι συνάδελφοι, ότι το θέμα είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης. Όταν οι πλειοψηφίες της Βουλής θέλησαν να στήσουν ειδικά δικαστήρια, τα έστησαν. Περί αυτού πρόκειται. Όταν δεν θέλησαν κάποιοι άλλοι, δυστυχώς δεν εφάρμοσαν το νόμο. Και –όπως είπα προηγούμενα- είναι μπροστά μας και η συνταγματική αναθεώρηση.
Θέλησα να μιλήσω και για έναν άλλο επιπλέον λόγο. Πριν από λίγες μέρες διάβασα ότι η χώρα μας στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας από την τριακοστή έκτη θέση έχει κατρακυλήσει τα πέντε-έξι τελευταία χρόνια στην ογδοηκοστή τρίτη- ογδοηκοστή πέμπτη θέση. Αυτοί που μας μέτρησαν είναι οι διεθνείς οργανισμοί, οι οποίοι κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα: Η χώρα, η Ελλάδα, έχει φθάσει εδώ που έχει φθάσει γιατί δεν λειτουργούν σωστά οι θεσμοί της. Δηλαδή, το οικονομικό πρόβλημα είναι και κατ’ εξοχήν θεσμικό ζήτημα.
Θέλω να σημειώσω επίσης ότι αυτήν την ώρα που, ενδεχόμενα, στα ζητήματα που αφορούν την οικονομία, την οικονομική κρίση, τα βάρη, προφανώς δεν θα τα βρούμε -προφανώς υπάρχουν και άλλοι λόγοι- πιστεύω βαθιά ότι είναι η ώρα και η ευκαιρία -αν θέλετε- να δούμε πώς θα προχωρήσουμε στην αναζωογόνηση των δημοκρατικών μας θεσμών, πώς θα βάλουμε τους θεσμούς μπροστά να λειτουργήσουν. Και εδώ οι ευθύνες πρέπει να είναι σε όλες τις ηγεσίες της χώρας και όχι μόνο τις πολιτικές. Αναφέρομαι στις δικαστικές, στις πνευματικές, στις συνδικαλιστικές, σε όλες. Κυρίως, όμως, το βάρος πέφτει στις συντεταγμένες εξουσίες και σήμερα συνεχίζεται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας –γι’ αυτό παρακάλεσα να προηγηθώ στο λόγο γιατί έχω στη συνέχεια την Επιτροπή- με τη δικαστική εξουσία.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή).
Τελειώνω, κυρία Πρόεδρε.
Είμαι και είμαστε πιστεύω όλοι εδώ σε μία λογική που λέει ότι είναι η ώρα να κοιτάξουμε μπροστά με γνήσια αυτοκριτική και πρέπει να υπερασπιστούμε την πολιτική και τη δημοκρατία οι πάντες, με τις αποφάσεις μας και με τις πράξεις μας. Νομίζω ότι το μπορούμε, αρκεί να υπάρχει θέληση και αρκεί οι ηγεσίες της χώρας -και αναφέρομαι στο σύνολο των ηγεσιών και όχι μόνο στις πολιτικές- να παύσουν τα μεγάλα λόγια και να σκύψουν σε πράξεις και κινήσεις που θα έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα, γιατί αυτό είναι εκείνο το οποίο ενδιαφέρει.
Οι καιροί είναι δύσκολοι. Ο κόσμος και ο λαός μας περιμένει αισιόδοξα μηνύματα και αν αυτά είναι πολύ δύσκολο αυτήν την περίοδο να έλθουν μέσα από την οικονομία, ας έλθουν μέσα από μία ειλικρινή προσπάθεια όλων μας για την αναβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Αυτό είναι –αν θέλετε- το μήνυμα, αυτή είναι η αγωνία μου, αυτό ήθελα να καταθέσω ανεβαίνοντας σήμερα στο Βήμα της Βουλής. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι οι καιροί δεν μπορεί να περιμένουν. Είναι η ώρα όλοι, αλλά και ο καθένας μας χωριστά, να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στον τόπο και στο λαό μας.
Σας ευχαριστώ.
|