Να πω λίγα λόγια, αφού ξεχάσω τις παλιές συνήθειες, που ως πολιτικός έλεγα πολλά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους σήμερα είστε εδώ. Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια μικρή εξαίρεση στην αναφορά ονομάτων. Είναι μαζί μας ο Πρόεδρός μου, ο Πρωθυπουργός με τη μεγάλη συμβολή στην πρόοδο της χώρας, ο Κώστας Σημίτης. Είναι η αγαπημένη μου Φώφη, Γεννηματά. Είναι οι Προεδρίνες μας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι κ.κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου. Είναι η κ. Ρένα Ασημακοπούλου που είχα την τύχη να την προτείνω ως Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος στον ʼρειο Πάγο. Είναι ο κος και η κα Βαρδή Βαρδινογιάννη. Είναι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Γιάννης Στουρνάρας, ο εκλεκτός μου φίλος. Είναι ο κος Χρ. Γεραρής. Είναι και πολλοί άλλοι. Θα ήταν παράλειψή μου, αν δεν ζητούσα συγγνώμη από τους δεκάδες ή και εκατοντάδες φίλους μου που είχα μια αδιατάρακτη και συναρπαστική πορεία στην β΄ Αθηνών και που σήμερα δεν είναι εδώ. Δεν τους κάλεσα γιατί γνώριζα τις δυνατότητες της αίθουσας και δεν ήθελα να είναι όρθιοι. Τους ζητώ ειλικρινά συγγνώμη, για τα δικαιολογημένα παράπονά τους ότι δεν έχουν πάρει την πρόσκλησή μου. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω όλο το πάνελ. Τους πρώην Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων τον κ. Παν. Πικραμένο, τον κ. Αθ. Κουτρουμάνο, τον Γιάννη Καραβοκύρη, τον διακεκριμένο συνάδελφό μου δικηγόρο Χριστόφορο Αργυρόπουλο και τον διαχρονικό και σταθερό μου φίλο Βαγγέλη Βενιζέλο.
Υπάρχει το κρίσιμο ερώτημα, γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο; Ποια ήταν τα κίνητρα; Έχω μια βαθιά ανησυχία για το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης στη Βουλή των Ελλήνων, στον πυρήνα της δημοκρατίας της χώρας. Υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη μας, έλλειμμα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, στις πνευματικές ηγεσίες του τόπου, στα Πανεπιστήμια, στο συνδικαλισμό, παντού. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης που συνοδεύεται πλέον με φαινόμενα απόρριψης της πολιτικής ως ύψιστης λειτουργίας της δημοκρατίας, μου δημιουργεί πολλές ανησυχίες για το σήμερα και το αύριο. Δεν είναι μόνον το απορριπτικό κόμμα το οποίο ζήσαμε στις πλατείες ή και αλλού ή που εκφράζεται με την αποχή, το λευκό ή το άκυρο κ.λπ. Σήμερα, η αντίδραση κατά του συνόλου των θεσμικών εκφράσεων της πολιτείας παρατηρείται μέσα στο κάθε σπίτι και αυτό είναι πάρα πολύ ανησυχητικό.
Επειδή δεν ήταν δυνατόν να γράψω για όλες τις εκφάνσεις της θεσμικής κρίσης, επέλεξα το χώρο της δικαιοσύνης. Το 1976, μια εξέχουσα μορφή της ελληνικής δικαιοσύνης ο Δημήτρης Μαργέλλος, που ήταν ένας από τους απολυθέντες 32 δικαστικούς την περίοδο της δικτατορίας, έγραψε ένα βιβλίο. Μεταξύ άλλων γράφει, θα το διαβάσω ακριβώς: «Το δικαστικό σώμα δεν έχει παραδόσεις, δεν είχε ποτέ παραδόσεις, δεν είναι ανθρωπίνως δυνατόν να έχει παραδόσεις. Δια τούτο κυριαρχείται κατ’ ανάγκην ουχί εις μικράν έκτασιν, από την σπουδαρχίαν και τον αρριβισμόν. Η δικαστική ανεξαρτησία δεν έγινε παρ’ ημίν κοινή συνείδησης». Αυτές οι φράσεις, με προβλημάτισαν. Το ερώτημα είναι γιατί στην Ελλάδα που το γραπτό μας δίκαιο, όπως είπε ο Βαγγέλης και οι άλλοι παρουσιαστές, είναι εξαιρετικό παρατηρείται αυτή η μεγάλη κρίση στο χώρο της δικαιοσύνης; Έχουμε τις μεγαλύτερες εγγυήσεις, όσον αφορά την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος, από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ο θεσμός της ισοβιότητας δεν απαντάται παντού, οι δικαστές είναι οπλισμένοι με μεγάλες εξουσίες. Δεν έχουμε όμως καλές παραδόσεις; Αυτό με οδήγησε στο να εξετάσω, μετά από μεγάλη έρευνα την εξέλιξη της ιστορίας της ελληνικής δικαιοσύνης από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα, γιατί πάντα πίστευα και πιστεύω ότι η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, η ιστορία όμως διδάσκει. Και έχω βαθιά την πεποίθηση ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ιστορική αυτογνωσία και ότι όλα τα ζητήματα τα αντιμετωπίζουμε επιφανειακά, πολλές φορές με το στοιχείο του λαϊκισμού.
Το σύγχρονο μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας μας, πολλά είναι τα προβλήματα, είναι εκείνο της ανομίας. Η μη τήρηση των νόμων. Είναι διαχρονικό φαινόμενο που συνδέεται με το πελατειακό σύστημα και με πολλά άλλα. Προσπάθησα να δω τα ιστορικά γεγονότα όσο ψύχραιμα γίνεται. Είδα τις μεγάλες δίκες, όπως τη δίκη των 6. Είναι μια άδικη δίκη. Οι καταδικασθέντες δεν πρόδωσαν. Έκαναν λάθη. Δικάστηκαν από αναρμόδιο δικαστήριο. Η δίκη του Κολοκοτρώνη ήταν μια πολιτική δίκη. Παρουσιάζω τη δίκη των δοσιλόγων, τη δίκη του Λαμπράκη και πολλά άλλα.
Υπάρχει επίσης ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα. Το αναφέρει ο Μαργέλλος το 1975: «Εχάθη η συμφωνεισθείσα εν έτει 1974 ευκαιρία, για το ανέβασμα επί βάθρου υψηλού, εις το παρόν και το προσεχές μέλλον, μόνο μπαλώματα ή πασαλείμματα μπορούν να γίνουν, τίποτα το ριζικόν και το ολοκληρωμένον». Αυτή είναι μια μεγάλη ιστορική αλήθεια.
Είχα μια ατυχία στη ζωή μου, έμεινα ορφανός από 6 χρονών παιδί. Σημείο αναφοράς ήταν ο θείος μου Κώστας Παπαϊωάννου. Υπήρξε ένας εξαίρετος δικαστής, ένας ξεχωριστός και γενναίος άνθρωπος. Στο σπίτι του, Λεωφόρος Αλεξάνδρας 215, μαζεύονταν οι δικαστές που είχαν απολυθεί από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Εκεί γνώρισα σχεδόν όλους τους απολυθέντες και εκεί έζησα από κοντά γεγονότα. Στο βιβλίο περιγράφω ένα από αυτά.
Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, όπως αποκαλείτο, είχε ένα δύσκολο έργο, το πώς από την δικτατορία μεταβαίνεις στην δημοκρατία, το οποίο οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στον τότε Πρωθυπουργό Κων/νο Καραμανλή. Ο Καραμανλής δεν έκανε όμως κάθαρση στο χώρο της δικαιοσύνης. Δεν τιμωρήθηκε σχεδόν κανένας από τους επίορκους δικαστές. Πολλοί από τους στρατοδίκες στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε κρίσιμες θέσεις στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Πιστεύω ότι χάθηκε τότε η ευκαιρία, για μια νέα περίοδο στην ιστορία της δικαιοσύνης.
Αναφέρω επίσης ένα ακόμα γεγονός που έχει συμβάλλει στην αποδυνάμωσή της δικαιοσύνης; Είναι η δικαστηριοποίηση της πολιτικής. Τη ζήσαμε σε μια πρώτη φάση, με την αλλαγή του 1981, όταν κρίσιμες αποφάσεις, όπως ήταν ο Νόμος Πλαίσιο των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, το Σύστημα Υγείας, οι αλλαγές στην αυτοδιοίκηση, οδηγήθηκαν σε δικαστική κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε). Ευτυχώς το Σ.τ.Ε απάντησε θετικά, έκανε καλά την δουλειά του. Στη συνέχεια όμως, η δικαστηριοποίηση της πολιτικής, από την διοικητική δικαιοσύνη μεταφέρεται στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης. Είναι η περίοδος άκρατης σκανδαλολογίας, η οποία συνετέλεσε καθοριστικά στην αποδυνάμωση της πολιτικής και της δικαιοσύνης. Θα σας δώσω κάποια στοιχεία. Είναι μια εργασία την οποία έχει κάνει ο εκλεκτός συνάδελφός μου ο Γιώργος Ανωμερίτης. Τότε η κυβέρνηση του Κων/νου Μητσοτάκη είχε συγκροτήσει μια Επιτροπή Σκανδάλων, για τα 50 μεγάλα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ. Είχε εκδώσει και σχετικό φυλλάδιο. Τα είχε κοστολογήσει στο 1τρισ. δραχμές. Ποιο είναι το αποτέλεσμα για τα υποτιθέμενα μεγάλα σκάνδαλα; Πόσοι ενεπλάκησαν στην δικαιοσύνη; 478 πολίτες. Στην πλειονότητά τους στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Έπειτα από έρευνες των ανακριτικών επιτροπών, διαπιστώθηκε ότι τέθηκαν στο αρχείο 329 υποθέσεις. Με τελεσίδικα δικαστικά βουλεύματα απαλλάχθηκαν 97, με δικαστικές αποφάσεις αθωώθηκαν 45 και από τους 478 και μόνον 7 καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης. Μπορείτε να φανταστείτε τι σήμαινε αυτή η ποινικοποίηση, η οποία συνεχίζεται δυστυχώς σήμερα, για την αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών; Το κρίσιμο ερώτημα είναι ότι θα ξεχωρίσουμε τα σκάνδαλα από τη σκανδαλολογία; Είμαστε η χώρα που έχουμε τις περισσότερες ποινικές διώξεις σε σχέση με τις αθωώσεις αυτών που εμπλέκονται στα δικαστήρια. Ζήτησε ποτέ κανείς συγγνώμη σε αυτούς τους ανθρώπους; Αναλογίστηκε κανείς τι σημαίνει αυτό για την συνολική λειτουργία του πολιτικού συστήματος; Δυστυχώς αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σήμερα με εντονότερους ρυθμούς.
Στο βιβλίο καταγράφω τρεις ενότητες. Η πρώτη αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Γράφονται πολλά, όπως το πώς διορίζεται η ηγεσία της. Το θέμα είναι χωρίς ιδιαίτερη αξία, αφού σε όλες τις χώρες του κόσμου έτσι διορίζονται οι ηγεσίες της δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης κρίνεται κατά βάση, υπάρχουν και άλλες παράμετροι, από το αν είναι καλός ή όχι ο δικαστής. Ο ελεύθερος δικαστής που έχει γνώση του Συντάγματος, που προστατεύεται με το θεσμό της ισοβιότητας και με τη λειτουργία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Σήμερα στην Ελλάδα, όπως τονίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν κυριαρχεί το τεκμήριο της αθωότητας, ιδιαίτερα όπως λειτουργούν και τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο, κυριαρχεί το τεκμήριο της ενοχής και αυτή είναι μια μεγάλη παθογένεια.
Σε σχέση με την αναποτελεσματικότητα ιδιαίτερα της ποινικής δικαιοσύνης, το μεγάλο πρόβλημα ανάμεσα σε πολλά, είναι ότι οι εισαγγελείς ασκούν τα τελευταία χρόνια, συνέχεια αναιρέσεις κατά αθωωτικών βουλευμάτων δυο και τρεις φορές. Τελευταίως, με την γνωστή υπόθεση Γεωργίου, η χώρα διασύρθηκε διεθνώς. Έχω θέσει το ερώτημα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την κα Δημητρίου, είναι δυνατόν να έχουμε τρεις αθωωτικές αποφάσεις συμβουλίων δικαστών κατά των οποίων να ασκούνται αναιρέσεις; Συνέπεια αυτών των επιλογών είναι ότι μεταξύ άλλων έχει αρχίσει και γίνεται στο εξωτερικό μια συζήτηση, για το αν υπάρχει ανεξαρτησία στο δικαστικό μας σύστημα. Αυτό που γίνεται για την Ουγγαρία, την Πολωνία. Στην υπόθεση ΔΕΚΑ, για το έγκλημα του Χρηματιστηρίου, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν τρεις φορές. Δεκαπέντε χρόνια (15) ταλαιπωρήθηκαν στα δικαστήρια. Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Θεωρώ την υπερβάλλουσα ποινικοποίηση και την διογκωμένη ποινική δίωξη, ότι είναι τα κρίσιμα ζητήματα της αναποτελεσματικότητας της ποινικής δικαιοσύνης.
Η τρίτη ενότητα αφορά νοοτροπίες και συμπεριφορές. Αναφέρω δυο παραδείγματα. Το ένα ως Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Υπήρξε πρόσκληση των δικαστών στην Επιτροπή για να συζητήσουμε τα οργανωτικά προβλήματα της δικαιοσύνης. Στην πρόσκληση ανταποκρίθηκαν όχι μόνο οι δικαστές, αλλά και οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι δικηγόροι. Έγιναν επτά συνεδριάσεις. Με έκπληξη έλαβα αρνητική επιστολή από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με την επίκληση ότι η πρόσκληση από την Βουλή των δικαστών για συμμετοχή στον διάλογο είναι αντισυνταγματική. Το πλέον οδυνηρό είναι ότι με νέα επιστολή του ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μας προτρέπει να συζητήσουμε τα ζητήματα της δικαιοσύνης όχι στη Βουλή, αλλά στην αίθουσα της Τράπεζας της Ελλάδας ή στην αίθουσα του ΣΕΒ. Η παρουσία τους στη Βουλή είναι αντισυνταγματική, ενώ σε άλλες αίθουσες συνταγματική. Έμεινα έκπληκτος. Έθεσα το ερώτημα αν οι δικαστικοί λειτουργοί, η εκτελεστική ή η νομοθετική λειτουργία, δεν μπορούν να συζητήσουν για να βρουν λύσεις για τα προβλήματα της δικαιοσύνης, ποιος μπορεί να τα συζητήσει; Γι’ αυτό όταν ανέλαβα υπουργός, τις επόμενες ημέρες επισκέφτηκα εγώ τον ʼρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, με παρουσία όλων των αντιπροέδρων και έθεσα τα ζητήματα για να τονίσω ότι σε αυτή τη χώρα, υπάρχει ανάγκη διαλόγου και συνεννόησης. Εάν αυτό δεν γίνει κατανοητό, τίποτε δεν μπορεί να πάει μπροστά.
Η δεύτερη εμπειρία μου αφορούσε το θέμα των Οικονομικών Εισαγγελέων. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εισήγαγε τον θεσμό του Οικονομικού Εισαγγελέα για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος. Ο νέος θεσμός στην πρακτική του εφαρμογή παρουσίασε προβλήματα αναποτελεσματικότητας. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ήταν Υπουργός Οικονομικών και Αντιπρόεδρος. Ως νέος υπουργός Δικαιοσύνης συνεννοούμαι μαζί του ν’ αλλάξει η δομή λειτουργίας, χωρίς αναφορές για αλλαγή των συγκεκριμένων Οικονομικών Εισαγγελέων. Ο Ευάγγελος θεώρησε σκόπιμο, αυτή μας η πρωτοβουλία να τεθεί υπόψη του κ. Πεπόνη, για να μας πει τις παρατηρήσεις του. Ήταν ο αρμόδιος εισαγγελέας με αναπληρωτή τον Σπ. Μουζακίτη. Την επόμενη μέρα, οι οικονομικοί εισαγγελείς παραιτήθηκαν με την δικαιολογία ότι «θεωρούμε ότι υπάρχουν παρεμβάσεις και θέλετε να μας αντικαταστήσετε». Δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. ʼλλωστε η αντικατάστασή τους ή η μη αντικατάστασή τους δεν ήταν κυβερνητική αρμοδιότητα. Ήταν θέμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Στον ισχυρισμό τους ότι κάποιοι παρεμβαίνουν στο έργο τους, αναρωτήθηκα ως υπουργός Δικαιοσύνης ότι αυτοί που παρεμβαίνουν στο έργο τους, δεν πρέπει να τους αναζητήσει η ίδια η δικαιοσύνη; Ο υπουργός Δικαιοσύνης θα τους έβρισκε; Μετά την παραίτησή τους ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έστειλε το σχετικό ερώτημα αντικατάστασής τους ή μη στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Διαβιβάζω αμέσως το ερώτημα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Διαβιβαστικός είναι ο ρόλος του υπουργού Δικαιοσύνης στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες γράφει: «Ο υπουργός θέλει να καθαιρέσει τους έντιμους και ικανούς αντιεισαγγελείς». Συνάδελφοί μου βουλευτές, ο τότε Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, στρέφονται αναιτίως κατά του υπουργού.
Ενδιαφέρουσα όμως είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Καλώ τους εισαγγελείς της χώρας, να διαβάσουν την απόφαση και την εισήγηση, αφού με πλειοψηφία έκρινε ότι πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους. Δεν αντικαταστάθηκαν λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης, γιατί «το σώμα των εισαγγελέων δεν διαθέτει έντιμους και εμπροσθοφύλακες άλλους εισαγγελείς». Γιατί οι συγκεκριμένοι είναι η εξαίρεση, είναι οι μόνοι που μπορούν να αποκριθούν στα συγκεκριμένα καθήκοντα. Και βέβαια αναρωτιέται κανένας, μ’ αυτές τις νοοτροπίες, ιδιαίτερα με τη συναδελφική αλληλεγγύη που επιδεικνύουν τα συλλογικά όργανα της δικαιοσύνης είναι δυνατόν να πάνε τα πράγματα μπροστά;
Για την αντιμετώπιση της διαφθοράς υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο, αφού εκτός από την πολιτική διαφθορά υπάρχει και η δικαστική διαφθορά. Συγκεκριμένοι δικαστές κατηγορήθηκαν με στοιχεία, αλλά και αυτές οι υποθέσεις κατέληξαν σε ελάχιστες ποινές, αν υπήρξαν ποινές. Θέλω να αναδείξω ότι η δικαιοσύνη οφείλει με τους ταγούς της να απαντήσει η ίδια, όπως και η κεντρική εξουσία, στο πρόβλημα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότηταςμε αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών.
Τι πρέπει άμεσα να γίνει; Θέση μου είναι διάλογος και συνεννόηση από τώρα. Τα προβλήματα δεν επιδέχονται άλλες καθυστερήσεις. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες μπήκαν σε μια διαδικασία αναμόρφωσης του δικαϊκού συστήματος με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις. Ασχολείται το ευρωπαϊκό συμβούλιο, ασχολείται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει το CEPEJ που κάνει συγκεκριμένες προτάσεις. Ένα παράδειγμα: Το ΣτΕ, ο κος Χρ. Γεραρής και ο Μιχ. Πικραμένος ο αντιπρόεδρος έχουν καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση για το ποια πρέπει να είναι η χωροταξία των σημερινών διοικητικών δικαστηρίων; Μια απολύτως τεκμηριωμένη δουλειά. Όμως δεν προχωράει. Η χωροταξία είναι κρίσιμη παράμετρος για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Στον ʼρειο Πάγο το αγνοούν. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι τα Ειρηνοδικεία πρέπει να καταργηθούν και να συγχωνευτούν με τα Μονομελή Πρωτοδικεία. Εδώ και 20 χρόνια δεν γίνεται τίποτα. Ο κύριος λόγος είναι ότι υπάρχουν οι πιέσεις των βουλευτών, των δημάρχων. Το πολιτικό σύστημα υπολογίζει το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος και όχι το άμεσο και μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου. Τέλος, καταθέτω και συγκεκριμένες προτάσεις για την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων.
Υπάρχει όμως ένα ακόμη κρίσιμο ερώτημα και μ’ αυτό κλείνω. Αυτά που γράφετε μπορεί να γίνουν; Προφανώς με το σημερινό κλίμα και τη συγκεκριμένη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Αμυδρές ελπίδες διατηρώ ότι κάτι μπορεί να αλλάξει την επόμενη μέρα των εκλογών. Να μπούμε σε διάλογο και να δώσουμε απαντήσεις σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτικό χρώμα, που συνδέονται με την αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι καθήκον της πολιτικής εξουσίας, της Βουλής έξω από ανούσιες αντιπαραθέσεις και λαϊκίστικες προσεγγίσεις να αγνοήσουν το όποιο πολιτικό κόστος και στη συνέχεια όλο αυτό να το περάσουμε στο λαό. Τα παραδείγματα θετικά και αρνητικά υπάρχουν, οι προτάσεις υπάρχουν. Για να προχωρήσει κάποιος μπροστά, χρειάζεται να υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση και αλλαγή νοοτροπιών.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Δείτε το video απο την παρουσίαση εδώ
|